- απόλαμπρα
- επίρρ.μετά το Πάσχα.[ΕΤΥΜΟΛ. < από -* + Λαμπρά ή Λαμπρή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απόλαμπρα — επίρρ. χρον., μετά το Πάσχα, ξώλαμπρα: Απόλαμπρα λογαριάζουμε να κατεβούμε στην Αθήνα να δούμε τα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)